λόρδος

λόρδος
(lord). Τίτλος ευγενείας. Στη Μεγάλη Βρετανία ο τίτλος αναφέρεται γενικά σε πρίγκιπα ή μονάρχη, καθώς και σε φεουδάρχη ανώτερης βαθμίδας, ο οποίος υπάγεται άμεσα στην εξουσία του βασιλιά. Αφορά τους κληρονόμους του τίτλου, οι οποίοι δικαιούνται να συμμετάσχουν στη Βουλή των Λόρδων, καθώς και τους ομότιμους κοσμικούς και εκκλησιαστικούς άρχοντες. Όταν ο όρος προηγείται ονόματος, τότε συνήθως χρησιμοποιείται ως ανεπίσημος προσδιορισμός του κόμη, του βαρόνου ή του μαρκησίου, με σκοπό να αποφευχθεί ο πλήρης τίτλος του προσώπου, ο οποίος μπορεί να σχετίζεται με τη πραγματική εξουσία του προσώπου ή να έχει αποδοθεί στα πλαίσια ευγενικής αναγόρευσης του προσώπου. Στον χώρο της Εκκλησίας (Αγγλικανικής), ο επικεφαλής επισκοπής ονομάζεται λ. επίσκοπος και ακολουθεί η ονομασία της εκκλησιαστικής περιφέρειας (lord bishop of…). Ιδιαίτερα διαδεδομένη είναι η χρήση του όρου λ. στις περιπτώσεις των ανώτερων κρατικών λειτουργών, όπου προηγείται του αξιώματος (για παράδειγμα, λ. αρχιδικαστής, λ. διαχειριστής του βασιλικού οίκου, λ. καγκελάριος κ.ά.). Το σύνολο αυτών των ανώτατων κρατικών και εκκλησιαστικών στελεχών, καθώς και οι ευπατρίδες συνθέτουν τη Βουλή των Λ., το ανώτατο νομοθετικό όργανο της χώρας. Βλ. λ. κοινοβουλευτισμός· Ηνωμένο Βασίλειο.
* * *
ο
1. τίτλος ευγενείας στην Αγγλία ο οποίος μπαίνει πριν από το πατρωνυμικό όνομα
2. φρ. α) «η Βουλή τών Λόρδων» — το ένα από τα νομοθετικά σώματα στην Αγγλία
β) «λόρδος καγκελάριος» — ο ανώτατος δικαστικός λειτουργός τής Αγγλίας
γ) «λόρδος δήμαρχος» — τίτλος τού δημάρχου ορισμένων πόλεων τής Αγγλίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. lord < μσν. αγγλ. lord, loverd < αρχ. αγγλ. hlāford (< αρχ. αγγλ. hlāf- «ψωμί, φρατζόλα» + weard «φύλακας»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λορδός — bent backward masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λορδός — (lord). Τίτλος ευγενείας. Στη Μεγάλη Βρετανία ο τίτλος αναφέρεται γενικά σε πρίγκιπα ή μονάρχη, καθώς και σε φεουδάρχη ανώτερης βαθμίδας, ο οποίος υπάγεται άμεσα στην εξουσία του βασιλιά. Αφορά τους κληρονόμους του τίτλου, οι οποίοι δικαιούνται… …   Dictionary of Greek

  • λόρδος — ο (λ. αγγλ.) 1. τίτλος ευγένειας των Άγγλων: Σ’ ένα ταξίδι στο Λονδίνο γνώρισε και παντρεύτηκε ένα λόρδο. 2. «η βουλή των λόρδων», το ένα από τα δύο νομοθετικά σώματα του Ηνωμένου Βασιλείου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Βύρων, λόρδος — (George Gordon Byron, Λονδίνο 1788 – Μεσολόγγι 1824). Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Άγγλου ποιητή και φιλέλληνα Τζορτζ Γκόρντον Μπάιρον. Πέρασε δυστυχισμένα παιδικά χρόνια σε ένα κλειστό περιβάλλον στο Αμπερντίν της Σκοτίας, εξαιτίας των… …   Dictionary of Greek

  • Ράγκλαν, Φιτζρόι Τζέιμς Χένρι Σόμερσετ λόρδος του — (Raglan, 1788 – 1855). Άγγλος στρατάρχης. Κατετάγη στον στρατό το 1804. Το 1808 έγινε υπασπιστής και το 1810, ως γραμματέας του Γουέλινγκτον, πήρε μέρος στους ναπολεόντειους πολέμους και έχασε το χέρι του στη μάχη του Βατερλό (1815). Αργότερα… …   Dictionary of Greek

  • Ρέιλι Ρόμπερτ Τζον Στρατ, λόρδος — (Rayleigh, Τέρλινγκ Πλέις, Έσεξ 1875 – 1947). Άγγλος φυσικός, γιος του Τζον Γουίλιαμ. Διατέλεσε καθηγητής στο Αυτοκρατορικό Κολέγιο από το 1908 έως το 1919, οπότε, αφού κληρονόμησε τον τίτλο του λόρδου, θέλησε να συνεχίσει τις έρευνές του στο… …   Dictionary of Greek

  • Ρέιλι, Τζον Γουίλιαμ Στρατ, λόρδος — (Rayleigh, Λόνγκφορντ Γκρόουβ, Έσεξ 1842 – Ουίδαμ, Έσεξ 1919). Άγγλος φυσικός. Παρουσίασε μεγάλη κλίση στα μαθηματικά από τότε που σπούδαζε στο πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ, όπου το 1879 διαδέχτηκε τον Μάξουελ στην έδρα της φυσικής. Κατόπιν έγινε… …   Dictionary of Greek

  • Τσέστερφιλντ, Φιλίπ Ντόρμερ Στάνχοπ λόρδος του- — (Chesterfield, 1694 – 1773). Άγγλος πολιτικός και συγγραφέας. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ και αργότερα αναμείχθηκε στην πολιτική. Εξελέγη βουλευτής και μετά τον θάνατο του πατέρα του μπήκε στη Βουλή των Λόρδων, όπου διακρίθηκε για τις… …   Dictionary of Greek

  • λορδόν — λορδός bent backward masc acc sg λορδός bent backward neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λορδότατον — λορδός bent backward masc acc superl sg λορδός bent backward neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”